χειμαμυνα

χειμαμυνα
    χειμάμυνα
    χειμ-άμῡνα
    ἥ защита от холода, т.е. зимний плащ Aesch., Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χειμαμυνα" в других словарях:

  • χειμάμυνα — defence against winter fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμάμυνα — ἡ, Α βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα] …   Dictionary of Greek

  • χειμάμυναι — χειμάμυνα defence against winter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειμάμυναν — χειμάμυνα defence against winter fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»